Αιολική Ενέργεια και Κλιματική Αλλαγή

Καθ. Δ. Π. Λάλας
Πρόεδρος Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών

Όλες οι δράσεις του ανθρώπου επιδρούν στο περιβάλλον του. Αυτή είναι η φύση ενός οποιουδήποτε κλειστού συστήματος όπως είναι ο πλανήτης μας, όπου ζούμε εκμεταλλευόμενοι τους φυσικούς πόρους για να εξασφαλίσουμε τα προς το ζην, και μάλιστα για πολλούς από μας και το ευ ζην. Από την αρχή, αναγκαίο συστατικό για την ύπαρξη μας είναι η ενέργεια Στην Ελλάδα χρησιμοποιούμε κάθε έτος 34,1Εκατ. τόννους ισοδύναμου πετρελαίου (Μtoe) εκ των οποίων 14Mtoe ήτοι 49,8TWhr παίρνουν την μορφή ηλεκτρικής ενέργειας. Για την παραγωγή αυτής της ενέργειας επιβαρύνεται η ατμόσφαιρα σε ετήσια πάντα βάση με 98,6 Εκατ. Τόννους CO2, 339Χιλιoτόννους(Ktonne) NOx και 531Ktonne SO2 καθώς επίσης και μικρότερες ποσότητες άλλων λιγότερο γνωστών ρύπων. Επιπλέον θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια η χρήση ενέργειας στην Ελλάδα αυξάνεται με ρυθμούς της τάξεως των 3-4% που βέβαια συνεπάγεται και αντίστοιχη αύξηση των ρύπων που εκλύονται. Οι ρύποι αυτοί επηρεάζουν την ποιότητα της ατμόσφαιρας τόσο τοπικά κυρίως δε στα αστικά κέντρα με σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία των κατοίκων, όσο και παγκοσμίως σε σχέση με το λεγόμενο Φαινόμενο του Θερμοκηπίου (ΦΘ) και την επακόλουθη κλιματική αλλαγή. Η αλλαγή του κλίματος τις τελευταίες δεκαετίες δεν αμφισβητείται από κανένα πλέον σοβαρό επιστήμονα ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των επιστημόνων αυτών δέχεται ότι η αλλαγή οφείλεται στην ανθρωπογενή αύξηση των ρύπων που εμπλέκονται στο Φαινόμενο του Θερμοκηπίου, κυρίως το CO2.

Η επιβάρυνση λοιπόν του περιβάλλοντος από τις ανθρώπινες δραστηριότητες αφορά και έχει επιπτώσεις σε όλους μας. Για τον λόγο αυτό η αρνητική επίδραση στο περιβάλλον έχει αποτελέσει την αιτία για την γενική αποδοχή και εφαρμογή μίας σειράς πολιτικών και μέτρων για την ελάττωσή της. Τελευταία, στις αρχές του Νοεμβρίου του 2001, στο Μαρρακές επετεύθει μετά από μεγάλη προσπάθεια και πολύχρονες διαπραγματεύσεις, μία παγκόσμια συμφωνία (πλην των ΗΠΑ) για τους μηχανισμούς υλοποίησης του πιο φιλόδοξου σχεδίου μείωσης των εκπομπών αερίων ΦΘ που είναι διεθνώς πλέον γνωστό σαν το Πρωτόκολλο του Κυότο (ΠΚ). Το ΠΚ σχεδιάστηκε αρχικά το 1997 σαν το αναγκαίο και ουσιαστικό συμπλήρωμα της Σύμβασης-Πλαίσιο για την Κλιματική Αλλαγή (Σύμβαση του Ρίο) επειδή ήδη από το 1994 είχε γίνει αντιληπτό ότι υπάρχει πιεστική ανάγκη για πραγματική μείωση των εκπομπών πέραν αυτών που απέρρεαν από την Σύμβαση-Πλαίσιο για την Κλιματική Αλλαγή. Το ΠΚ αναπτύσσει και θεμελιώνει ένα πρωτοποριακό σύστημα σε παγκόσμιο επίπεδο για την μείωση αρχικά κατά 5% μέχρι το 2012 και αργότερα ακόμη περισσότερο των εκπομπών ΦΘ που ουσιαστικά παράγονται (κατά ποσοστό 85-90%) από την καύση για παραγωγή ενέργειας.

Βασικός άξονας δράσης για την επίτευξη του στόχου αυτού σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες είναι η ενίσχυση της διείσδυσης και χρήσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ). Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕν) πρo μηνών υιοθέτησε ένα φιλόδοξο στόχο αύξησης των ΑΠΕ ώστε να καλύπτουν ποσοστό 12% των ενεργειακών της αναγκών, στόχο που εξειδικεύεται για την Ελλάδα σε ποσοστό 20% συνεισφοράς των ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι το 2010.

Αυτός ο στόχος θα απαιτήσει μια μεγάλη προσπάθεια αξιοποίησης όλων των ΑΠΕ της χώρας και κυρίως της υδροηλεκτρικής, της αιολικής και της ηλιακής οι οποίες ήδη έχουν αρχίσει να συνεισφέρουν στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας παράγοντας 4,6 TWhr εξοικονομώντας 9,7Μtonne CO2, 31Ktonne NΟx και 51Ktonne SO2.

Για να επιτευχθεί ο στόχος παραγωγής 20% της ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας μέχρι το 2010 θα πρέπει να εγκατασταθούν στην Ελλάδα εκτός των μεγάλων υδροηλεκτρικών και άλλα 2400MW αιολικών αλλά και ηλιακοί συλλέκτες και φωτοβολταϊκά ύψους θερμικής απόδοσης περίπου 235Ktoe.

Για την προώθηση αυτών των έργων απαιτείται να ικανοποιηθούν οι εξής τρεις προϋποθέσεις: (1) οικονομικές συνθήκες ώστε να είναι βιώσιμες οι ιδιωτικές πλέον επενδύσεις στα πλαίσια της νέας (θεωρητικά) απελευθερωμένης και ενιαίας αγοράς, (2) ενίσχυση της ερευνητικής δραστηριότητας στον τομέα ώστε να συνεχισθεί η βελτίωση της τεχνολογίας που οδηγεί σε αυξημένη απόδοση και μικρότερο κόστος κατασκευής, εγκατάστασης και λειτουργίας, και μάλιστα με τους ίδιους εντυπωσιακούς ρυθμούς που έχουν επιτευχθεί την τελευταία δεκαετία, και (3) μείωση των διαδικαστικών και άλλων προβλημάτων όπως αδειοδότηση, επιλογή και εξασφάλιση αναγκαίων εκτάσεων και θέσεων για εγκατάσταση κλπ, τα οποία έχουν σαν αποτέλεσμα καθυστερήσεις ακόμη και ακυρώσεις και αυξημένο κόστος.

Η πρώτη προϋπόθεση πηγάζει από την υφιστάμενη κατάσταση της ενεργειακής αγοράς που δεν λαμβάνει υπόψη τις διάφορες επιδοτήσεις άμεσες και έμμεσες των συμβατικών πηγών ενέργειας όπως ο λιγνίτης, το πετρέλαιο και ενμέρει το φυσικό αέριο Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιων επιδοτήσεων είναι η χαριστική παροχή του λιγνίτη από το κράτος στην ΔΕΗ. Άρα απαιτείται ισόποση επιδότηση των ΑΠΕ στα επίπεδα και στο πνεύμα άλλων χωρών, όπως η Γερμανία και η Δανία που έχουν αποφασίσει σχετικά και αποδείξει εμπράκτως το ενδιαφέρον τους προς τις ΑΠΕ.

Η δεύτερη προϋπόθεση θα εξασφαλισθεί με την αδιάκοπτη εξασφάλιση πόρων για την υποστήριξη των ερευνητικών κέντρων, ΑΕΙ αλλά και της υπαρκτής βιομηχανικής δραστηριότητας (εταιρείες ηλιακών συλλεκτών, ηλεκτρονικών ισχύος, εξαρτημάτων ανεμογεννητριών κλπ) ώστε να ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις με τους αντίστοιχους φορείς άλλων κρατών, να κρατήσουν την ποιότητα των παραγομένων αποτελεσμάτων υψηλά και κυρίως να είναι σε θέση να υποστηρίξουν την παραγωγική δραστηριότητα. Και εδώ η πολιτεία δεν έχει μέχρι στιγμής ανταποκριθεί θετικά.

Η τρίτη προϋπόθεση είναι ταυτόχρονα πιο εύκολη και πιο δύσκολη. Εξασφαλίζεται με την συνέχιση και ολοκλήρωση της προσπάθειας που ήδη έχει αρχίσει μεταξύ των υπηρεσιών των συναρμοδίων υπουργείων ΠΕΧΩΔΕ και Ανάπτυξης για την απλούστευση των διαδικασιών χωρίς όμως να αγνοούνται οι απαιτήσεις για την προστασία και βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος. Αυτή ακριβώς η διασφάλιση της ποιότητας του περιβάλλοντος θα πρέπει να γίνει γνωστή και στις κοινότητες εκείνες που θα δεχθούν τις εγκαταστάσεις των ΑΠΕ. Θα πρέπει οι τοπικές αυτές κοινωνίες να πεισθούν ότι οι ΑΠΕ δεν ρυπαίνουν, δεν βλάπτουν το περιβάλλον, δεν δημιουργούν κανένα πρόβλημα στην υγεία των κατοίκων. Αντίθετα, συμβάλλουν πραγματικά στην μείωση των ρύπων στην ατμόσφαιρα και στην εξασφάλιση της απαιτούμενης ενέργειας στην χώρα μας. Θα πρέπει να αναλογιστούν την ενέργεια που οι ίδιοι καταναλώνουν και να αναγνωρίσουν ότι γι αυτούς κάποιοι άλλοι έχουν ηλεκτρικούς σταθμούς στις πόλεις τους και στις κοινότητες τους και να μην περιπέσουν στην λογική του συνδρόμου NIMBY (Not In My Own Back Yard) η οποία τελικά θα μπορούσε να οδηγήσει στην χειρότερη κατάσταση του BANANA (Build Absolutely Nothing Absolutely Nowhere At all) που θα επιστρέψει την κοινωνία μας στον μεσαίωνα. Θα πρέπει να απαιτήσουν από την πολιτεία και τους επενδυτές να ενημερωθούν πλήρως αλλά χωρίς προκαταλήψεις που μπορεί να προέρχονται από μικροσυμφέροντα και μάλιστα άλλων ή τον φόβο του καινούργιου. Γιατί η πλήρης και υπεύθυνη ενημέρωση θα πείσει τον οποιονδήποτε καλόπιστο ότι οι ΑΠΕ μόνο θετικά έχουν να προσφέρουν σε τοπική, εθνική και παγκόσμια κλίμακα.

Η εξασφάλιση των τριών αυτών προϋποθέσεων γίνεται ακόμη πιο επιτακτική σε σχέση με τα αιολικά πάρκα που σχεδιάζονται ή εγκαθίστανται σήμερα στην χώρα μας. Στο υπό τελική επεξεργασία Εθνικό Πρόγραμμα για την Μείωση της Κλιματικής Αλλαγής που παρουσιάστηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο τον περασμένο Ιούλιο του 2001 η αιολική ενέργεια καλείται να καλύψει 5% της αναγκαίας μείωσης για την επίτευξη του εθνικού στόχου. Η συνεισφορά αυτή της αιολικής ενέργειας είναι σημαντικότατη και μεταφράζεται στην εγκατάσταση 450MW αιολικών επιπλέον των ήδη προγραμματισθέντων. Θα πρέπει λοιπόν όλοι οι εμπλεκόμενοι να φροντίσουν για την υλοποίηση των έχοντας επιπλέον υπόψη ότι η επιτυχής λειτουργία των αιολικών πάρκων θα εξασφαλίσει μείωση 0,9Μtonne CO2 που αποτιμάται πλέον από την στιγμή που το ΠΚ τίθεται σε εφαρμογή σε μία πρόσθετη καθαρά εμπορική αξία της τάξεως των 21ΜΕΥΡΩ ανά έτος στους εμπλεκόμενους αλλά και την πολιτεία.