Τα ΠΑΝΙΑ αποτελούσαν τον σημαντικότερο εξοπλισμό των καραβιών την εποχή
των ιστιοφόρων. Τα σχήματα και οι συνδυασμοί των πανιών που μπορούσε να
φέρει ένα σκάφος παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία. Ο συνδυασμός αυτός ήταν
η ιστιοφορία ενός καραβιού ή η εξάρτησή του, όπως ονομαζόταν παλαιότερα,
τότε που τα πανιά λέγονταν και άρμενα.
Στο Αιγαίο, λόγω των φυσικών συνθηκών και της διαμόρφωσης του νησιώτικου
χώρου, τα πανιά αναπτύχθηκαν με ιδιαίτερη ευρηματικότητα από τους αρχαίους
χρόνους οδηγώντας σε αρκετές τεχνικές εξελίξεις ως προς την εκμετάλλευση
του αέρα στη ναυσιπλοΐα. Δημιουργήθηκε, λοιπόν, μια μοναδική παράδοση
που διασώθηκε για αιώνες από τους Έλληνες, αλλά και τους άλλους λαούς
της Ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αυτή λησμονήθηκε τα τελευταία πενήντα
περίπου χρόνια κάτω από την πίεση των σύγχρονων τεχνολογιών. Έτσι, σημαντικά
είδη ελληνικών πανιών, όπως το λατίνι και η σακολέβα, που αφθονούσαν στα
λιμάνια και τα νησιά της χώρας, σήμερα δεν σώζονται ούτε για δείγμα.
Η εκμετάλλευση του ανέμου στη ναυσιπλοΐα ξεκίνησε σχεδόν ταυτόχρονα με
τις πρώτες διαπλεύσεις μεγάλων υδάτινων αποστάσεων. Οι παλαιότερες παραστάσεις
όπου διακρίνονται πανιά πάνω σε πλεούμενα προέρχονται από την Αίγυπτο
και συνδέονται με την διάπλευση του Νείλου. Στο Αιγαίο, το σχήμα των πρώιμων
πλοίων σε παραστάσεις χαραγμένες σε πήλινα τηγανόσχημα σκεύη της Πρωτοκυκλαδικής
ΙΙ περιόδου (2800-2300 π.Χ.), ερμηνεύεται συχνά ως μια πρωταρχική προσπάθεια
εκμετάλλευσης της κινητικής ενέργειας του ανέμου. Ωστόσο, η παλαιότερη
αναπαράσταση αιγαιοπελαγίτικου ιστιοφόρου περιλαμβάνεται στη γνωστή τοιχογραφία
του "στόλου" από το Ακρωτήριο της Θήρας, που χρονολογείται περίπου
στα 1650 π.Χ. Ένα από τα σκάφη της παράστασης φαίνεται να διαθέτει ιστό
με ανοιγμένο τετράγωνο πανί στο κέντρο του σκάφους ενώ σε αντίθεση με
τα υπόλοιπα απεικονιζόμενα σκάφη δεν αναπαρίστανται κωπηλάτες. Είναι προφανές
ότι ο δημιουργός της τοιχογραφίας κάνει σαφή διαχωρισμό μεταξύ των δυο
διαφορετικών συστημάτων πρόωσης (πανιά ή κουπιά), παραθέτοντας επίσης
και αρκετές λεπτομέρειες ως προς το αρμάτωμα του σκάφους. Το τετράγωνο
πανί είναι το παλαιότερο είδος που χρησιμοποιήθηκε αδιάλειπτα για πάνω
από τριάντα πέντε αιώνες στο Αιγαίο, με τις απαραίτητες κάθε φορά προσαρμογές.
Τα πανιά ή άρμενα είχαν διάφορες ονομασίες ανάλογα με το σχήμα, τη θέση
τους στο σκάφος και τον τρόπο ανάρτησής τους. Τα παλαιότερα πανιά φαίνεται
ότι ήταν τετράγωνα ή σταυρώσεις ή πινά όπως τα έλεγαν. Η ονομασία "σταύρωση"
προήλθε, μάλλον, επειδή το πανί και η αντένα που το στηρίζει σταυρώνει
με το κατάρτι, ενώ η ονομασία πινά ήταν κυρίως για τις αντένες απ' όπου
κρέμονταν τα τετράγωνα πανιά και κατ' επέκταση χρησιμοποιείτο και γι'
αυτά. Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι το σχήμα των πανιών δεν ήταν
ποτέ κυριολεκτικά τετράγωνο. Παρότι αναφέρονται ως "τετράγωνα"
πανιά, συνήθως είχαν σχήμα ισοσκελούς τραπέζιου ή στην πιο απλή τους μορφή
ορθογωνίου παραλληλογράμμου, όπως στους αρχαίους χρόνους.
Με την ανάπτυξη της ποντοπόρου ναυσιπλοΐας τα καράβια αρματώνονται με
μεγάλες ιστιοφορίες συνδυάζοντας τετράγωνα και τριγωνικά πανιά. Η εξέλιξη
των ιστιοφοριών φτάνει ουσιαστικά στο αποκορύφωμά της τον 19ο αιώνα μέσα
από τον απεγνωσμένο ανταγωνισμό με τα ατμόπλοια που είχαν διεισδύσει σχεδόν
σε όλες τις ρότες της Μεσογείου. Εκείνη την περίοδο, το κυριότερο χαρακτηριστικό
των ιστιοφόρων ήταν η μεγάλη έκταση πανιών σε σύγκριση με το μέγεθος της
γάστρας τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα μπρίκια που κυριαρχούσαν ως
μικρά δίστηλα ιστιοφόρα, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σ' όλο τον ναυτικό
κόσμο.
Τα τετράγωνα πανιά ήταν σχετικά απλά στη λειτουργία τους αλλά όχι τόσο
αποτελεσματικά ως προς τη δυνατότητα που παρείχαν στο σκάφος να ορτσάρει.
Τα πλοία που χρησιμοποιούσαν μόνο τα τετράγωνα πανιά δεν μπορούσαν να
προσεγγίσουν την κατεύθυνση του ανέμου και αναγκάζονταν να κάνουν μεγάλες
βόλτες όταν ο άνεμος δεν ήταν βολικός. Για αυτόν τον λόγο από τους ύστερους
βυζαντινούς χρόνους ή από τα τέλη του Μεσαίωνα τα καράβια άρχισαν να αρματώνονται
με συνδυασμούς τετραγώνων και τριγωνικών πανιών. Τα τελευταία, τοποθετούνταν
κατά μήκος του σκάφους, και του έδιναν τη δυνατότητα να πλέει με πολύ
μικρότερη γωνία ως προς την κατεύθυνση του ανέμου απ' ότι με τα τετράγωνα
πανιά.
Στα μικρότερα σκάφη των Ελλήνων κυριαρχούσαν τρία άλλα είδη πανιών: Η
ψάθα, το λατίνι και η σακολέβα. Τα πανιά αυτά ήταν αρκετά συνηθισμένα
στην Ανατολική μεσόγειο και αποτελούσαν καταστάλαγμα μιας μακραίωνης παράδοσης
που πήγαζε πρωτίστως από τις τοπικές συνθήκες ναυσιπλοΐας στη Μεσόγειο.
Η ψάθα
Η
ψάθα ήταν διαδεδομένος τύπος πανιού σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο, είχε
τραπεζοειδές σχήμα, κρατιόταν ανοιχτό συνήθως από δυο αντένες και μαζί
με τις αντένες κρεμόταν από ένα κατακόρυφο ή ελαφρά κεκλιμένο κατάρτι.
Η πιο συνηθισμένη ιστιοφορία με ψάθες ήταν η μπρατσέρα, όπως αναφερόταν
από τους Έλληνες στο Ιόνιο και στο Αιγαίο, τον 19ο και 20ο αιώνα, ή το
vela al terzo από τους Ιταλούς κυρίως στην Αδριατική την ίδια περίοδο.
Αυτό το είδος πανιού χρησιμοποιήθηκε σε εμπορικά και γενικότερα μεταφορικά
σκάφη σ' όλη την Ανατολική Μεσόγειο, όπως επίσης και σε αλιευτικά σκάφη
κυρίως στην Αδριατική. Η ψάθα, αν και χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τους
Έλληνες ναυτικούς, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει ιταλική προέλευση. Το
διάμηκες αυτό πανί είχε εκτεταμένη επιφάνεια και έδινε τη δυνατότητα πλεύσης
εγγύτερα στην κατεύθυνση του ανέμου και ελιγμών με μεγαλύτερη ευκολία
απ' ότι τα τετράγωνα πανιά - πιθανώς να έδινε και μεγαλύτερη ταχύτητα
απ' ότι τα λατίνια. Οι ψάθες ωστόσο, και κυρίως οι διπλές που ήταν αρματωμένες
σε δυο κατάρτια, όπως στις μπρατσέρες, χρειάζονταν περισσότερα άτομα για
τον χειρισμό τους απ' ότι τα άλλα πανιά. Αυτό αποτελούσε σημαντικό μειονέκτημα
όταν το κόστος της εργασίας άρχισε να συνυπολογίζεται στη ναυτιλία και
ίσως ήταν ο κυριότερος λόγος που η ψάθα ήταν το πρώτο πανί που εγκαταλείφθηκε
με την είσοδο των μηχανών στα καΐκια.
Ένα άλλο τετράπλευρο πανί ήταν η "μπούμα" ή "ράντα"
που χρησιμοποιήθηκε αρκετά στα ελληνικά ιστιοφόρα σκάφη τον 19ο και 20ο
αιώνα. Ήταν δυτικής προέλευσης και καθιερώθηκε με την ανάπτυξη της ελληνικής
εμπορικής ναυτιλίας και την υιοθέτηση δυτικών ιστιοφοριών στα εμπορικά
πλοία.
Λατίνι
Ένα
αντιπροσωπευτικό ελληνικό άρμενο ήταν το λατίνι, τριγωνικό πανί που χρησιμοποιήθηκε
σε αλιευτικά, σπογγαλιευτικά και μεταφορικά σκάφη. Πριν από τα μέσα του
19ου αιώνα ήταν επίσης διαδεδομένη η χρήση του σε καταδρομικά, πειρατικά
και γενικότερα πολεμικά καράβια. Το λατίνι, αν και έχει χρησιμοποιηθεί
σε πολλά μέρη του κόσμου, θεωρείται το πανί της Μεσογείου με ευρύτατη
όμως χρήση και στην Ερυθρά Θάλασσα. Η απεικόνισή του σε παραστάσεις 2ου
και 3ου αιώνα στο χώρο του Αιγαίου αποδεικνύει ότι ήταν σε χρήση τουλάχιστον
από τη Ρωμαϊκή εποχή, πιθανώς μόνο σε μικρά σκάφη. Κατά τους βυζαντινούς
χρόνους χρησιμοποιήθηκε σε όλα τα είδη πλοίων, εξαπλώθηκε σ' όλη τη Μεσόγειο
και με τους Άραβες φαίνεται ότι πέρασε στην Ερυθρά Θάλασσα και από κει
στον Ινδικό Ωκεανό. Από κείνη την περίοδο έως τον 20ο αιώνα, το λατίνι
έχει χρησιμοποιηθεί σε πολλές παραλλαγές και σε όλα τα μεγέθη των σκαφών.
Από τους βυζαντινούς δρόμωνες και τις μετέπειτα γαλέρες μέχρι τα εμπορικά
σκάφη του 18ου αιώνα. Παρά την ευρύτατη χρήση του παλαιότερα, το λατίνι
είναι σήμερα ανύπαρκτο στις ελληνικές θάλασσες με εξαίρεση κάποιες αποσπασματικές
προσπάθειες που έχουν γίνει από ιδιώτες σε μικρές βάρκες.
Σακολέβα.
Σακολέβα
Το
πιο ιδιότυπο και περισσότερο ξεχασμένο ελληνικό πανί είναι η σακολέβα,
ένα είδος τετράπλευρου διαμήκους πανιού που το χρησιμοποιούσαν ευρύτατα
στο Αιγαίο, τη Θάλασσα του Μαρμαρά και τη Μαύρη Θάλασσα και σε άλλες περιοχές
της Ανατολικής Μεσογείου (Μάλτα, Νότια Αδριατική, Σικελία). Οι παλαιότερες
απεικονίσεις σακολέβας βρίσκονται σε επιτύμβιες ανάγλυφες παραστάσεις
πλοίων από τον 1ο ως τον 3ο αιώνα μ. Χ. στην Ιταλία και την Ελλάδα.
Η λέξη σακολαίφεα ως είδος πανιού απαντάται για πρώτη φορά σε βυζαντινά
κείμενα του 12ου αιώνα και ετυμολογείται από το σάγος (μανδύας)και το
λαίφος (είδος ιστίου, ιμάτιον). Από τότε έχει καταγραφεί το όνομα του
πανιού σε αρκετές παραλλαγές, όπως σαγολέβα, σακκολέβα, σακκολήβα, σακολαίβα,
τσακουλαίβα, τσακολαίφα, σακολαίφι κλπ. Το πανί αυτό ήταν πολύ διαδεδομένο
κατά τον 18ο και 19ο αιώνα στα μέσου και μικρού μεγέθους σκάφη στο Αιγαίο
και στη Μαύρη Θάλασσα.
Υπήρχαν αρκετές παραλλαγές στο σχήμα της σακολέβας ανάλογα με την τοπική
τοπική παράδοση αλλά και το μέγεθος του σκάφους. Χαρακτηριστική παραλλαγή
ήταν η φούσκα σε ορισμένα μικρά σπογγαλιευτικά σκάφη του Αιγαίου και το
πανί στα πριάρια των λιμνοθαλασσών του Ιονίου. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό
είναι η διαγώνια αντένα που κρατά ουσιαστικά το πανί ανοιγμένο. Η σακολέβα
είχε τετράπλευρο σχήμα και οι λωρίδες του υφάσματος ήταν έτσι ραμμένες
ώστε να διαμορφώνεται ένα σακούλιασμα στη μέση του πανιού όταν αυτό γέμιζε
με αέρα. Αυτή η ιδιαιτερότητα δημιουργούσε μια ανοδική συνιστώσα της προωθητικής
δύναμης από τον αέρα στο πανί και στη συνέχεια στο σκάφος. Η κατεύθυνση
της προωθητικής δύναμης έκανε το σκάφος να χτυπάει μαλακά πάνω στα κύματα
και να κρατάει σταθερότερη την πορεία του απ' ότι με τα άλλα είδη ιστιοφορίας.
Στις ημέρες μας, το λατίνι και η σακολέβα έχουν ξεχαστεί και η μελέτη
του γίνεται μόνο από φωτογραφίες και παλιές περιγραφές. Πιθανώς, η προσομοίωσή
τους σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και η μαθηματική επεξεργασία των δεδομένων
τους να μας έδιναν πληροφορίες για τη λειτουργία τους. Ωστόσο, δεν υπάρχει
αμφιβολία ότι είναι απαραίτητη η αναλυτική καταγραφή και ότι ο καλύτερος
τρόπος μελέτης των πανιών είναι η επανακατασκευή και η πειραματική εφαρμογή
τους. Σε άλλες ευρωπαϊκές και μεσογειακές χώρες έχουν γίνει επανειλημμένες
εφαρμογές των δικών τους παραδοσιακών πανιών συνδυάζοντας την αναψυχή
και την άθληση με τη μελέτη της παράδοσης. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να επινοήσουμε
κίνητρα και διαδικασίες αναβίωσης των παραδοσιακών τρόπων ιστιοπλοΐας
με εντυπωσιακά πιθανώς αποτελέσματα. Βασικοί στόχοι μιας τέτοιας προσπάθειας
θα ήταν η αναβίωση της παράδοσης μέσα από την αναψυχή και η ανασύσταση
της γνώσης των ιστιοφόρων μέσα από την πειραματική εφαρμογή. Ειδικά για
τα ελληνικά άρμενα η γνώση αυτή θα είναι αποκαλυπτική μιας και εμπλουτίστηκε
δια μέσου των αιώνων από αλλεπάλληλες γενιές ναυτικών.
Πίσω
στο Αφιέρωμα: Ο Μάγος Άνεμος
|